καλλισφαίρωτος

καλλισφαίρωτος
καλλισφαίρωτος, -ον (Μ)
ο καλά ενταγμένος στην ουράνια σφαίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + σφαιρωτός < σφαῖρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”